- σιδεράκι
- το, Ν [σίδερο](με υποκορ. σημ.)1. μικρό τεμάχιο σιδήρου2. φρ. «σιδεράκια δοντιών» — ορθοδοντική πρόθεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
БИЛО — [церковнослав. и древнерус. от ], ударный сигнальный инструмент из дерева, камня или металла, используемый в христ. традиции наряду с колоколом для созыва на богослужение, а также (в мон рях) на трапезу. Названия В Греции общими названиями для Б … Православная энциклопедия